Τρίτη 20 Μαΐου 2008

Ενορια Τσακαλαντων

Η ενορία Τσακαλάντων ήταν η μικρότερη από τις επτά ενορίες της Σαντάς. Όλες οι πηγές που έχουμε στη διάθεσή μας, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο πληθυσμός της δεν υπερέβη ποτέ τις 60 οικογένειες (ή τα 300 άτομα), αριθμός ο οποίος είναι βέβαιο ότι, όπως είχε συμβεί και με τις υπόλοιπες ενορίες, θα πρέπει να είχε μειωθεί αισθητά τον τελευταίο καιρό πριν την καταστροφή.

Στα κείμενα των Σανταίων ιστορικών της πρώτης γενιάς υπάρχει διχογνωμία γύρω από την προέλευση του ονόματος της ενορίας Τσακαλάντων. Έχουν διατυπωθεί δύο θεωρίες: σύμφωνα με την πρώτη η ενορία πήρε το όνομα της από τα πολλά τσακάλια που σύχναζαν στην περιοχή. Η θεωρία αυτή δε φαίνεται να ευσταθεί, εφ’ όσον το τσακάλι ως ζώο ήταν γνωστό στη Σαντά, αλλά ουδέποτε, τουλάχιστον κατά τα τελευταία χρόνια, είχε κάνει την εμφάνισή του στην περιοχή. Σύμφωνα με τη δεύτερη θεωρία το όνομα της ενορίας προήλθε από το οικογενειακό όνομα «Τσάχαλος», το οποίο ήταν μεν γνωστό στη Σαντά, όχι όμως και στη συγκεκριμένη ενορία. Επομένως ούτε κι αυτή η θεωρία φαίνεται πως ευσταθεί.

Πιο ξεκάθαρα είναι τα πράγματα γύρω την ίδρυση της ενορίας. Όπως γνωρίζουμε από τα κείμενα των παλαιών Σανταίων ιστορικών, πλην των τριών μεγαλύτερων και αρχαιότερων ενοριών (Πιστοφάντων, Ισχανάντων, Τερζάντων), όλες οι υπόλοιπες χτίστηκαν στα μέσα του 16ου αιώνα από φυγάδες άλλων περιοχών του Πόντου, που ζήτησαν ασφαλές καταφύγιο στην ορεινή Σαντά προκειμένου να αποφύγουν τις αυθαιρεσίες των φοβερών «τερέμπεηδων» που λυμαίνονταν την εποχή εκείνη το Μικρασιατικό χώρο. Σύμφωνα λοιπόν με τους «Γενεαλογικούς Πίνακες Σάντας» που συνέταξε στις αρχές του 20ου αιώνα ο παπά Ευστάθιος Γραμματικόπουλος, η ενορία Τσακαλάντων ιδρύθηκε γύρω στο 1550 από έναν Κρωμναίο φυγάδα και την οικογένειά του. Από τους τρείς γιούς αυτού του αρχικού οικιστή, τον παλαιστή «Ασλάν’», τον οπλοφόρο «Γιαταγαντζή» και τον καλλίφωνο «Ασιούχ Κέρογλου» προήλθαν οι τρεις παλαιότερες οικογένειες της ενορίας, οι Ασλανάντ’, οι Γιαταγαντζάντ’ και οι Κερογλάντ’, από τις οποίες προέκυψαν εν συνεχεία όλες οι υπόλοιπες. Σύμφωνα ωστόσο με άλλη θεωρία η ενορία Τσακαλάντων ιδρύθηκε από κατοίκους της ενορία Πιστοφάντων, γεγονός που εξηγεί και τις στενές σχέσεις που υπήρχαν πάντοτε ανάμεσα στις δύο ενορίες.

Σύμφωνα με την «Ιστορία και Στατιστική Σάντας» του καθηγητή του Φροντιστηρίου Τραπεζούντος Φίλιππου Απ. Χειμωνίδη το 1828 μια ομάδα Σανταίων με επικεφαλής τον Χαράλαμπο Γιαταγαντζή από την ενορία Τσακαλάντων έφυγαν από τη Σαντά και ίδρυσαν στην περιφέρεια του Παϊπούρτ το χωριό Χάρ Οτή, απ’ το οποίο έφυγαν εξήντα χρόνια αργότερα για να μεταναστεύσουν στο Καρς. Τότε εγκατέλειψαν οριστικά τη Σαντά οι Γιαταγαντζάντ’, κάποιοι από τους Πασσαλάντας κ.α.[1] Σαφώς μικρότερης έκτασης ήταν οι επόμενες δύο μεταναστεύσεις κατοίκων του χωριού προς το Καρς, μια γύρω στο 1880 (Ασλανάντ’) και μία γύρω στο 1900 ή και αργότερα (Τουϊσουζάντ’, Ασλανάντ’).

Εκείνο που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι ότι όταν μετά το 1880 άνοιξε ο δρόμος για τη μαζική μετανάστευση των Σανταίων προς τον Καύκασο, οι κάτοικοι της ενορίας Τσακαλάντων έμειναν μάλλον απαθείς. Έτσι, όχι μόνο δε συγκρότησαν καμία ξεχωριστή αποικία στις περιοχές του Βατούμ ή του Σοχούμ, όπως έκαναν οι κάτοικοι των άλλων ενοριών, αλλά ούτε καν συμμετείχαν στο έντονο μεταναστευτικό ρεύμα που σημειώθηκε την εποχή αυτή μεταξύ των Σανταίων. Έτσι στις μεγάλες Σανταίικες αποικίες που ιδρύονται την περίοδο αυτή στον Καύκασο (Τάκοβα, Άσκοβα, Κούρικα, Κούμα κ.α.) δε βρίσκουμε καμία οικογένεια από την ενορία Τσακαλάντων, εκτός από δυο-τρεις οικογένειες (Κερογλάντ’, Βινιτσιάντ’), που εγκαταστάθηκαν το 1880 στο Αχαλσιόν του Βατούμ.

Το ίδιο συμβαίνει και με τη Γεμουρά. Ενώ δηλαδή μετά το 1880 οι Σανταίοι αρχίζουν να αξιοποιούν τα χρήματα που απέκτησαν δουλεύοντας στη Ρωσία αγοράζοντας εύφορα χωράφια στη Γεμουρά, η μόνη μαζική κάθοδος κατοίκων της ενορίας Τσακαλάντων προς τα παράλια σημειώνεται μόλις περί το 1900, όταν η μια από τις δύο μεγαλύτερες οικογένειες του χωριού, οι Κοτσάντ’, κατεβαίνουν στην Κούχλα (χωρίς ωστόσο να αποκοπούν από τη Σαντά, στην οποία παραμένουν πολιτογραφημένοι, διατηρούν την ακίνητη περιουσία τους και ανεβαίνουν ανελλιπώς τα καλοκαίρια)

Την ίδια περίοδο, γύρω στο 1900, οι «Τσακαλέτ’» αρχίζουν να μεταναστεύουν στον Καύκασο. Σε αντίθεση όμως με τους υπόλοιπους Σανταίους, οι οποίοι συγκρότησαν κατά τη δεκατία του 1880 αμιγείς αγροτικές αποικίες στα παράλια του Εύξεινου Πόντου, οι κάτοικοι της ενορίας Τσακαλάντων που μεταναστεύουν στον Καύκασο την περίοδο αυτή, κατευθύνονται βασικά στα μεγάλα αστικά κέντρα της κεντρικής Γεωργίας (Τυφλίδα, Κουταϊς) και δευτερευόντως στο Βατούμ. Εκεί εργάζονται ως χτίστες ή ασκούν αστικά επαγγέλματα, όπως φουρνάρηδες, παντοπώλες κ.α.

Το τελευταίο μεταναστευτικό ρεύμα που σημειώθηκε μεταξύ των κατοίκων της ενορίας Τσακαλάντων, ήταν αυτό προς την Αμερική. Πράγματι μετά το 1908 τουλάχιστον 10 άνδρες του χωριού (ποσοστό μεγαλύτερο από κάθε άλλη ενορία της Σαντάς) μετανάστευσαν στην Αμερική. Κάποιοι από αυτούς πέθαναν στην Αμερική πριν τη Μικρασιατική Καταστροφή, κάποιοι άλλοι δημιούργησαν οικογένειες και έμειναν για πάντα εκεί, και κάποιοι άλλοι (κυρίως οι μεγαλύτεροι σε ηλικία, που είχαν αφήσει πίσω τους οικογένειες) ήρθαν μετά το 1924 στην Ελλάδα και συνάντησαν τους δικούς τους, που είχαν έρθει ως πρόσφυγες.

Η εκκλησία του χωριού, η οποία σώζεται μέχρι σήμερα, αν και σε κακή κατάσταση, ήταν αφιερωμένη στη Ζωοδόχο Πηγή. Τελευταίος εφημέριος σε αυτήν διετέλεσε ο παπά Θεόδωρος Χωλίδης[2], ο οποίος είχε διαδεχθεί το θείο του παπά Τριαντάφυλλο, το λεγόμενο «Χατσήποπα». Ο παπά Τριαντάφυλλος Χωλίδης απολάμβανε του σεβασμού των κατοίκων της ενορίας του όχι μόνο λόγω του προσκυνήματος που έκανε κάποτε στους Άγιους Τόπους, αλλά και για τις πολλές αγαθοεργίες του. Όταν πέθανε, γύρω στα τέλη του 19ου αιώνα, οι συγχωριανοί του, οι οποίοι τον θεωρούσαν άγιο, φύλαξαν το σκήνωμα του εντός του Ι.Ν. Ζωοδόχου Πηγής. Σύμφωνα με μαρτυρία της εγγονής του Μαρίας Κωνσταντινίδου («Στυλάβας») μετά την ανταλλαγή το λείψανό του μεταφέρθηκε στην Ελλάδα από τον παπά Αναστάσιο Δρεπανίδη («Οράχ’»). Σύμφωνα με άλλη μαρτυρία τμήμα των λειψάνων του είχε μεταφερθεί πριν την ανταλλαγή στην Τυφλίδα της Γεωργίας, όπου ζούσαν κάποιοι από τους απογόνους του, και φυλλάσονταν στο μητροπολιτικό ναό της πόλης.

Πριν από λίγα χρόνια οι απόγονοι όσων από τους κατοίκους της ενορίας Τσακαλάντων επέζησαν της καταστροφής και ήρθαν στη Νέα Σάντα, έχτισαν στην είσοδο του χωριού γραφικό ναϊδριο και το αφιέρωσαν στη Ζωοδόχο Πηγή σε ανάμνηση της πατρίδας των γονέων τους.

Μέχρι τα τελευταία χρόνια πριν την ανταλλαγή η ενορία Τσακαλάντων δεν διέθετε δικό της σχολείο και οι λίγοι μαθητές της αναγκάζονταν να διανύουν καθημερινά αρκετή απόσταση με το πόδι προκειμένου να φοιτήσουν στο δημοτικό σχολείο της ενορίας Πιστοφάντων. Μόλις τη σχολική χρονιά 1913-1914 το χωριό απέκτησε ένα μονοτάξιο σχολείο, στο οποίο δίδαξε ο Ιωάννης Δρεπανίδης από την ενορία Πιστοφάντων. Τα δύσκολα χρόνια που μεσολάβησαν ανάμεσα στην κήρυξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (1914) και στην οριστική καταστροφή της Σαντάς (1921) τα σχολεία των διάφορων ενοριών μετατράπηκαν σε ιδιωτικά ή έκλεισαν εντελώς, πράγμα που πρέπει να συνέβη και με το μικρό δημοτικό σχολείο της ενορίας Τσακαλάντων.

Μεταξύ των επιστημόνων που ανέδειξε η ενορία τα τελευταία χρόνια πριν την ανταλλαγή περιλαμβάνονται οι Ηρακλής Αντωνιάδης (απόφοιτος της Φυσικομαθηματικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών), Χρήστος Αντωνιάδης (γιατρός), Πέτρος Χωλίδης (καθηγητής παιδαγωγικής στο Σοχούμ), και οι απόφοιτοι του Φροντιστηρίου Τραπεζούντας Ματθαίος Ασλανίδης, Παντελής Ασλανίδης, Χαράλαμπος Ασλανίδης, Αριστείδης Αντωνιάδης, Τριαντάφυλλος Κέρογλου και Δημήτριος Χωλίδης (οι τρεις τελευταίοι εργάστηκαν ως εκπαιδευτικοί και μετά την ανταλλαγή).

Λόγω του μικρού αριθμού των κατοίκων της σπανίως η ενορία Τσακαλάντων αποτελούσε ξεχωριστή κοινότητα με δικό της πρόεδρο («μουχτάρ’»). Τις περισσότερες φορές οι κάτοικοι της εκπροσωπούνταν από έναν κοινοτικό σύμβουλο («αζά»), ο οποίος συμμετείχε στη δημογεροντία της ενορίας Πιστοφάντων. Άλλωστε στα εσωτερικά πολιτικά ζητήματα της Σαντάς η ενορία ακολουθούσε σχεδόν πάντοτε την ενορία Πιστοφάντων, με την οποία αποτελούσε από φορολογικής άποψης ενότητα. Ένας από τους λίγους μουχτάρηδες της ενορίας Τσακαλάντων, το όνομα του οποίου σώθηκε μέχρι τις μέρες μας, ήταν ο Χαράλαμπος Ασλανίδης ή Λεοντίδης (ο επονομαζόμενος «Κιαγχιάς»), ο οποίος το 1898 συνυπέγραψε μαζί με άλλους κοινοτικούς παράγοντες της Σαντάς επιστολή προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ενορία Τσακαλάντων ήταν η μόνη η οποία κράτησε εξ αρχής αρνητική στάση απέναντι στο αντάρτικο της Σαντάς. Πράγματι, εκτός από το γεγονός ότι κανένας κάτοικός της δεν συμμετείχε στις αντάρτικες ομάδες που έδρασαν την περίοδο 1917-1923 στην περιοχή, πολλές φορές οι κάτοικοί της ήρθαν σε αντιδικία με τους αντάρτες με αφορμή την απόφαση των τελευταίων να επιβάλουν φορολογία στις σανταίικες οικογένειες που λάμβαναν εμβάσματα από το εξωτερικό.

Οι κάτοικοι της ενορίας Τσακαλάντων ανήκαν στις παρακάτω 9 οικογένειες-γενεές

Αντωνάντ’ (Αντωνιάδης)
Ασλανάντ’ (Ασλανίδης, Λεοντίδης)
Βινιτσιάντ’ (Βιονίδης, Βινιτσίδης, Βινίτσεφ)
Γιαταγαντζάντ’ [3]
Κερογλάντ’ (Τυφλόπουλος, Κερίδης, Τριανταφυλλίδης)
Κοτσάντ’ (Χωλίδης, Τοπαλίδης)
Μαραντάντ’ (Αμαραντίδης)
Πασσιαλάντ’ (Πασσαλίδης, Πιστοφίδης)
Σιαμανάντ’ [4]
Τουϊσουζάντ’ (Αμαλλίδης, Ακαλίδης, Τριανταφυλλίδης)


[1] Είναι συγκινητικό ότι οι απόγονοι αυτών των ανθρώπων (π.χ. οι Γιαταγαντζιδαίαι που εγκαταστάθηκαν στη Νότια της Αλμωπίας ή οι Πασσαλιδαίοι που εγκαταστάθηκαν στην Πεντάβρυσο της Πτολεμαΐδας) διατηρούν ακόμη και σήμερα, 180 χρόνια μετά την απομάκρυνση των προγόνων τους από τη Σαντά, ζεστή την ανάμνηση της σανταίικης καταγωγής τους, για την οποία αισθάνονται περήφανοι.
[2] Ο Ευγένιος Τσαντεκίδης αναφέρει εσφαλμένα ως τελευταίο εφημέριο του Ι.Ν. Ζωοδόχου Πηγής Τσακαλάντων κάποιον παπά Ιωάννη Χωλίδη, έναντι του ορθού παπά Θεόδωρος
[3] Η οικογένεια εγκατέλειψε τη Σαντά το 1828 (βλ. παραπάνω)
[4] Το οικογενειακό επώνυμο Σιαμανής μνημονεύεται από τον Στάθη Αθανασιάδη μεταξύ των οικογενειών της ενορίας Τσακαλάντων. Εφόσον όμως από καμία άλλη γραπτή πηγή, ούτε από καμία προφορική μαρτυρία, δεν προκύπτει ότι στην ενορία Τσακαλάντων ζούσαν πράγματι Σιαμανάντ’, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα είτε ότι η οικογένεια υπήρχε παλαιότερα αλλά εν συνεχεία εξέλιπε ή μετανάστευσε στη Ρωσία, είτε ότι το «Σιαμανής» είναι παρατσούκλι κάποιου, ο οποίος ανήκε σε μια από τις άλλες οικογένειες της ενορίας Τσακαλάντων και ο Γεροστάθης απλώς το αναφέρει, όπως κάνει και με άλλες ανάλογες περιπτώσεις, είτε τέλος, ότι αναγράφηκε από παραδρομή.

Δεν υπάρχουν σχόλια: