Οι «Αντωνάντ’» πήραν το όνομά τους από τον γενάρχη της οικογένειας Αντώνιο, ο οποίος πρέπει να έζησε στη Σαντά γύρω στα τέλη του 18ου αιώνα. Από τον αρχικό αυτό κοινό πρόγονο και το γιό του, ο οποίος κατά πάσα πιθανότητα ονομαζόταν Αβραάμ, κατάγονταν όλοι οι μεταγενέστεροι «Αντωνάντ’», οι οποίοι τα τελευταία χρόνια πριν την ανταλλαγή έφθαναν τις 12 οικογένειες. Οι «Αντωνάντ’» ζούσαν βασικά στη Σαντά, ενώ κάποιοι από αυτούς μετανάστευσαν λίγο πριν την ανταλλαγή στην Τυφλίδα της Γεωργίας, αλλά και στο Ιρκούτσκ της Σιβηρίας. Πρόκειται για οικογένεια με ιδιαίτερη έφεση στα γράμματα, αφού τα τελευταία χρόνια πριν την καταστροφή είχε αναδείξει αρκετούς επιστήμονες, όπως τον καθηγητή Ηρακλή Αντωνιάδη, το γιατρό Χρήστο Αντωνιάδη και τον απόφοιτο του Φροντιστηρίου Τραπεζούντας (και μετέπειτα καθηγητή στη Θεσσαλονίκη) Αριστείδη Αντωνιάδη. Μετά την ανταλλαγή τα μέλη της οικογένειας εγκαταστάθηκαν στη Νέα Σάντα Κιλκίς, στις Σαράντα Εκκλησιές της Θεσσαλονίκης, στη Βεργίνα Ημαθίας, στην Άψαλο Αλμωπίας, στην Καστανιά Ημαθίας και στον Πειραιά. Επίσης το 1939 μια εξαμελής οικογένεια (αυτή του Δημοσθένη Αντωνιάδη) ήρθε από το Βατούμ κι εγκαταστάθηκε στην Καλαμαριά. Τέλος, όσον αφορά τα μέλη της οικογένειας που δεν ήρθαν στην Ελλάδα, γνωρίζουμε ότι 2 άτομα πέθαναν κατά τη διάρκεια της εξορίας των Σανταίων στο Ερζερούμ και το Χουνούζ, ενώ 2 άτομα παρέμειναν οριστικά στη Ρωσία.
Οικογένεια Αβραάμ Αντωνιάδη
Ο Αβραάμ Αντωνιάδης και η σύζυγός του Παρθένα, ζούσαν στην ενορία Τσακαλάντων. Απέκτησαν δύο γιους, τον Ισαάκ* και τον Ιακώβ*. Τα τελευταία χρόνια της ζωής τους ζούσαν στη Σαντά με τα χρήματα που τους έστελνε ο γιός τους Ισαάκ, ο οποίος διατηρούσε φούρνο στο Ιρκούτσκ της Σιβηρίας. Ο Αβραάμ και η Παρθένα Αντωνιάδη πρέπει να πέθαναν στη Σαντά λίγα χρόνια πριν την ανταλλαγή.
Οικογένεια Αβραάμ Αντωνιάδη («Γορουχτσή»)
Ο Αβραάμ Αντωνιάδης του Γεωργίου, ο «γορουχτσής» (κοινοτικός δασοφύλακας), και η σύζυγός του Μυροφόρα ζούσαν στην ενορία Τσακαλάντων. Απέκτησαν δύο παιδιά, την Ξανθίππη, η οποία είχε παντρευτεί κάποιον Αϊβαζίδη από την ενορία Τερζάντων και είχε μεταναστεύσει στη Ρωσία, και το Γεώργιο, ο οποίος είχε μεταναστεύσει στο Ιρκούτσκ της Σιβηρίας, όπου πιθανότητα παντρεύτηκε και απέκτησε οικογένεια. Ο Αβραάμ και η Μυροφόρα Αντωνιάδη πέθαναν στον Πόντο ή καθ’ οδόν προς την Ελλάδα. Ο γιος τους Γεώργιος ήρθε το 1930 στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε αρχικά στη Θεσσαλονίκη και εν συνεχεία στην Καστανιά Ημαθίας. Λόγω της παρατεταμένης παραμονής του στη Σιβηρία απέκτησε το παρατσούκλι «ο Μογγόλον».
Οικογένεια Βασίλειου Αντωνιάδη
Ο Βασίλειος Αντωνιάδης γεννήθηκε στην ενορία Τσακαλάντων. Δεν γνωρίζουμε το όνομα των γονέων του, ξέρουμε όμως ότι είχε δύο αδέρφια, τον Παύλο* και την Παρθένα, σύζυγο του Θεόδωρου Βινιτσίδη*. Ο Βασίλειος Αντωνιάδης παντρεύτηκε τη συγχωριανή του Μυροφόρα «Μυρίκα» Ασλανίδου, με την οποία απέκτησε έξι παιδιά, τη Μαρία, τον Σωκράτη, τον Κοσμά, την Πηνελόπη, τον Αριστείδη και την Ειρήνη. Ο ίδιος πέθανε αρκετά χρόνια πριν την ανταλλαγή στην Ρωσία, όπου ξενητευόταν για εργασία. Από τα παιδιά του η Μαρία είχε παντρευτεί τον Αβραάμ Χωλίδη του Αποστόλου* από την ενορία Τσακαλάντων, η Πηνελόπη είχε παντρευτεί το Χρήστο Πουνερίδη («Σινίκ’») από την ενορία Πιστοφάντων, ο Αριστείδης είχε δοθεί αμέσως μετά την γέννησή του στη χήρα του Παύλου Αντωνιάδη Χρυσή, και η Ειρήνη είχε παντρευτεί τον Ανδρόνικο Σιδηρόπουλο από την ενορία Ισχανάντων. Λίγα χρόνια πριν την ανταλλαγή η Μυροφόρα Αντωνιάδου εγκαταστάθηκε στην Τραπεζούντα μαζί με τα μικρότερα παιδιά της (συμπεριλαμβανομένου και του Αριστείδη, ο οποίος σπούδαζε στο Φροντιστήριο) κι λίγο αργότερα, γύρω στο 1918, στην Τυφλίδα της Γεωργίας, όπου είχε εγκατασταθεί λίγα χρόνια νωρίτερα η οικογένεια της μεγαλύτερης κόρης της Μαρίας. Το 1923 η Μυροφόρα Αντωνιάδου, «τ’ Αντών’ η Μυρίκα», ήρθε στην Ελλάδα με τη συννυφάδα της Χρυσή, τα παιδιά τους και τις οικογένειές τους κι εγκαταστάθηκαν στις Σαράντα Εκκλησιές της Θεσσαλονίκης.
Οικογένεια Γεώργιου Αντωνιάδη
Ο Γεώργιος Αντωνιάδης έζησε και πέθανε στη Σαντά. Το 1898 συνυπέγραψε με πολλούς άλλους Σανταίους επιστολή προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο για το ζήτημα της Μητρόπολης Ροδοπόλεως. Είχε τρεις γιους τον Κυριάκο*, ο οποίος ήρθε με την οικογένειά του στην Ελλάδα κι εγκαταστάθηκε στη Βεργίνα Ημαθίας, και τους Αβραάμ* και Ιωάννη*, οι οποίοι πέθαναν στον Πόντο.
Οικογένεια Δημοσθένη Αντωνιάδη
Ο Δημοσθένης Αντωνιάδης του Κυριάκου* γεννήθηκε στην ενορία Τσακαλάντων. Με την πρώτη του σύζυγο, την Ευθυμία, απέκτησε ένα γιο, τον Αντώνιο. Ό ίδιος ζούσε και εργαζόταν στο Βατούμ, ενώ η σύζυγός και το παιδί του είχαν παραμείνει στη Σαντά δίπλα στην οικογένεια του πατέρα του, Κυριάκου. Το 1924 η Ευθυμία Αντωνιάδου ήρθε με το γιο της στην Ελλάδα κι εγκαταστάθηκε στη Βεργίνα Ημαθίας, όπου πολύ σύντομα πέθανε. Μετά το θάνατο της τον Αντώνη -τον «Αντωνίκα», όπως τον θυμούνται οι παλαιότεροι κάτοικοι της Βεργίνας- ανέλαβαν οι παππούδες του Κυριάκος και Ζωή. Ο Δημοσθένης Αντωνιάδης, ο οποίος είχε παραμείνει στο Βατούμ, ξαναπαντρεύτηκε την Ελισσάβετ Ξανθοπούλου από τα Εξώτειχα της Τραπεζούντας, με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά, την Ελευθερία, τη Ζωή, τον Ηρακλή και τη Γεωργία. Το 1939 ήρθε με την οικογένεια του στην Ελλάδα κι εγκαταστάθηκε στην Καλαμαριά, όπου σύντομα ήρθε να ζήσει μαζί τους και ο γιος του από τον πρώτο του γάμο, Αντώνιος.
Οικογένεια Ηρακλή Αντωνιάδη
Ο Ηρακλής Αντωνιάδης του Κυριάκου* γεννήθηκε στην ενορία Τσακαλάντων. Σπούδασε στο Φροντιστήριο Τραπεζούντος και το 1901-1902 δίδαξε στο δημοτικό σχολείο της ενορίας Πιστοφάντων. Αμέσως μετά κατέβηκε στην Αθήνα, όπου σπούδασε στη φυσικομαθηματική σχολή του Πανεπιστημίου. Μετά την επιστροφή του στον Πόντο δίδαξε σε ελληνικά σχολεία της περιοχής της Τραπεζούντας. Υπήρξε ο πρωτεργάτης της εισαγωγής της σύγχρονης μελισσοκομίας στη Σαντά, το 1914 μάλιστα σύστησε μελισσοκομική εταιρία στη Σαντά, η οποία διαλύθηκε μετά το θάνατό του λίγα χρόνια αργότερα. Με τη σύζυγό του Μαρία, η οποία καταγόταν από εύπορη οικογένεια του Βατούμ και ήταν επίσης μορφωμένη, απέκτησαν ένα γιο, το Γεώργιο. Ο Ηρακλής Αντωνιάδης πέθανε λίγα χρόνια μετά την κήρυξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν επιστρέφοντας στη Σαντά από τα Πλάτανα, όπου δίδασκε στο εκεί δημοτικό σχολείο, έπεσε θύμα τούρκων ληστών, οι οποίοι αφού του πήραν τα ρούχα του, τον υποχρέωσαν να συνεχίσει το ταξίδι του ημίγυμνος, οπότε έπαθε πνευμονία και λίγο μετά την επιστροφή του στη Σαντά πέθανε. Η σύζυγός του συνέχισε να ζει δίπλα στους δικούς του στη Σαντά μέχρι την υποχώρηση των Ρώσων από την Τραπεζούντα, οπότε και κατέφυγε στο Βατούμ, όπου αργότερα ξαναπαντρεύτηκε. Το μοναδικό παιδί τους, ο Γεώργιος, πέθανε σε μικρή ηλικία στο Βατούμ.
Οικογένεια Θεόδωρου Αντωνιάδη
Ο Θεόδωρος Αντωνιάδης του Ιωάννη* ζούσε στην ενορία Τσακαλάντων με τη σύζυγό το Κυριακή, η οποία καταγόταν από την ενορία Πιστοφάντων. Ο ίδιος έφυγε αρκετά χρόνια πριν την ανταλλαγή για τη Ρωσία, ενώ η σύζυγός του παρέμεινε στη Σαντά με την πεθερά της. Σύμφωνα με ανεξακρίβωτη πληροφορία ο Θεόδωρος Αντωνιάδης ήρθε τελικά στην Ελλάδα κι εγκαταστάθηκε στον Πειραιά.
Οικογένεια Ιακώβ Αντωνιάδη
Ο Ιακώβ Αντωνιάδης του Αβραάμ* παντρεύτηκε τη Μυροφόρα-Μυρίκα Τσαντεκίδου από την ενορία Πινιατιάντων, με την οποία απέκτησε τρία παιδιά, τον Ευστράτιο, τη Μαρία και τον Ιωάννη. Ο ίδιος αντιμετώπιζε πρόβλημα υγείας και δεν μπορούσε να εργαστεί. Έτσι η οικογένεια συντηρείτο από τα εμβάσματα που έστελνε ο αδερφός του Ισαάκ, ο οποίος διατηρούσε φούρνο στο Ιρκούτσκ της Σιβηρίας. Ο Ιακώβ Αντωνιάδη πέθανε στη Σαντά πριν από την ανταλλαγή. Η σύζυγος και τα παιδιά του, αφού ακολούθησαν την τραγική πορεία των Σανταίων προς την εξορία, ήρθαν στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν στη Νέα Σάντα Κιλκίς.
Οικογένεια Ισαάκ Αντωνιάδη
Ο Ισαάκ Αντωνιάδης του Αβραάμ* παντρεύτηκε την Ανατολή Ασλανίδου, με την οποία απέκτησε δύο κόρες, τη Κυριακή και την Παρθένα. Ο ίδιος ζούσε στο Ιρκούτσκ της Σιβηρίας, όπου διατηρούσε φούρνο, και έστελνε εμβάσματα στην οικογένειά του, που είχε παραμείνει στη Σαντά. Η Συνθήκη της Λοζάννης τον βρήκε στο Ιρκούτσκ (ξαναπαντρεμένο με ντόπια και πατέρα δύο αγοριών), ενώ η σύζυγος και οι κόρες του ακολούθησαν τους υπόλοιπους Σανταίους στην εξορία και μετά από πολλές περιπέτειες ήρθαν στην Ελλάδα κι εγκαταστάθηκαν στη Νέα Σάντα του Κιλκίς, εκτός από την μεγαλύτερη κόρη, την Κυριακή, η οποία πέθανε στην εξορία. Το 1930 ο Ισαάκ Αντωνιάδης, ο «Τολίκον» όπως ήταν γνωστός λόγω του γάμου του με την Ανατολή-Τολίκα, κατόρθωσε να πάρει άδεια από τις σοβιετικές αρχές και να έρθει για πάντα στην Ελλάδα, όπου ξαναβρήκε τη νόμιμη οικογένειά του.
Οικογένεια Ιωάννη Αντωνιάδη
Ο Ιωάννης Αντωνιάδης του Γεωργίου* ζούσε στην ενορία Τσακαλάντων με τη γυναίκα του Εύα, το γένος Σαββίδη («Τεντέλ») από την ενορία Πιστοφάντων. Απέκτησαν δύο γιούς το Θεόδωρο* και το Χρήστο*. Ο Ιωάννης Αντωνιάδης εργαζόταν ως οικοδόμος στη Ρωσία, όπου και πέθανε αρκετά χρόνια πριν την ανταλλαγή, ενώ η σύζυγός του Εύα πέθανε κατά την διάρκεια της εξορίας των Σανταίων στο Ερζερούμ.
Οικογένεια Κυριάκου Αντωνιάδη
Ο Κυριάκος Αντωνιάδης του Γεωργίου* παντρεύτηκε τη Ζωή Τριανταφυλλίδου*, η οικογένεια της οποίας ζούσε στην Όλασα της Τραπεζούντας, αλλά καταγόταν από την ενορία Πινιατιάντων. Απέκτησαν τρία παιδιά, τον Ηρακλή*, το Δημοσθένη* και την Ελπίδα, η οποία είχε παντρευτεί τον Αβραάμ Στυλίδη* από την ενορία Ισχανάντων και ζούσε μαζί του στο Βατούμ. Ο Κυριάκος Αντωνιάδης ήταν ιδιοκτήτης του μοναδικού καφενείου-μπακάλικου της ενορίας Τσακαλάντων. Το 1924 ήρθε στην Ελλάδα με τη γυναίκα του Ζωή, την «Κυριακάβα», κι εγκαταστάθηκαν στη Βεργίνα Ημαθίας.
Οικογένεια Παύλου Αντωνιάδη
Ο Παύλος Αντωνιάδης, γεννήθηκε στην ενορία Τσακαλάντων. Παντρεύτηκε τη συγχωριανή του Χρυσή Αμαραντίδου*. Το ζευγάρι δεν απέκτησε παιδιά. Ο Παύλος Αντωνιάδης πέθανε το 1897 στην Τυφλίδα της Γεωργίας, όπου εργαζόταν ως λιθοξόος. Η μόλις 21 ετών σύζυγός του επέλεξε να μην ξαναπαντρευτεί, υιοθέτησε το νεογέννητο αγοράκι του κουνιάδου της, τον Αριστείδη, και συνέχισε να ζει μαζί με την οικογένεια του συζύγου της στη Σαντά. Το 1918 μαζί με τη συννυφάδα της Μυροφόρα και τα παιδιά τους έφυγαν για τη Ρωσία κι εγκαταστάθηκαν στην Τυφλίδα, απ’ όπου το 1923 ήρθαν στην Ελλάδα κι εγκαταστάθηκαν στις Σαράντα Εκκλησιές της Θεσσαλονίκης.
Οικογένεια Χρήστου Αντωνιάδη
Ο Χρήστος Αντωνιάδης του Ιωάννη* γεννήθηκε στην ενορία Τσακαλάντων. Τελείωσε το Φροντιστήριο της Τραπεζούντας και ενεγράφη στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από όπου επέστρεφε τα καλοκαίρια για να επισκεφθεί την οικογένεια του στη Σαντά. Μετά την αποφοίτησή του από το Πανεπιστήμιο στάλθηκε από την ελληνική κυβέρνηση στο Σοχούμ της Ρωσίας, ως μέλος της αποστολής περίθαλψης των εκεί ευρισκόμενων Ποντίων προσφύγων . Στο Σοχούμ γνώρισε και παντρεύτηκε την Στυλιανή-Στάλη Ιορδανίδου, η οποία είχε γεννηθεί στη Ρωσία, αλλά η οικογένειά της καταγόταν από την ενορία Ζουρνατσιάντων. Μετά την έλευσή τους στην Ελλάδα ο Χρήστος Αντωνιάδης υπηρέτησε ως αγροτικός ιατρός σε διάφορες περιοχές της Βόρειας Ελλάδας, ενώ τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε στην Άψαλο της Αλμωπίας, τελευταίο σταθμό της καριέρας του.
Τετάρτη 21 Μαΐου 2008
Τρίτη 20 Μαΐου 2008
Ενορια Τσακαλαντων
Η ενορία Τσακαλάντων ήταν η μικρότερη από τις επτά ενορίες της Σαντάς. Όλες οι πηγές που έχουμε στη διάθεσή μας, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο πληθυσμός της δεν υπερέβη ποτέ τις 60 οικογένειες (ή τα 300 άτομα), αριθμός ο οποίος είναι βέβαιο ότι, όπως είχε συμβεί και με τις υπόλοιπες ενορίες, θα πρέπει να είχε μειωθεί αισθητά τον τελευταίο καιρό πριν την καταστροφή.
Στα κείμενα των Σανταίων ιστορικών της πρώτης γενιάς υπάρχει διχογνωμία γύρω από την προέλευση του ονόματος της ενορίας Τσακαλάντων. Έχουν διατυπωθεί δύο θεωρίες: σύμφωνα με την πρώτη η ενορία πήρε το όνομα της από τα πολλά τσακάλια που σύχναζαν στην περιοχή. Η θεωρία αυτή δε φαίνεται να ευσταθεί, εφ’ όσον το τσακάλι ως ζώο ήταν γνωστό στη Σαντά, αλλά ουδέποτε, τουλάχιστον κατά τα τελευταία χρόνια, είχε κάνει την εμφάνισή του στην περιοχή. Σύμφωνα με τη δεύτερη θεωρία το όνομα της ενορίας προήλθε από το οικογενειακό όνομα «Τσάχαλος», το οποίο ήταν μεν γνωστό στη Σαντά, όχι όμως και στη συγκεκριμένη ενορία. Επομένως ούτε κι αυτή η θεωρία φαίνεται πως ευσταθεί.
Πιο ξεκάθαρα είναι τα πράγματα γύρω την ίδρυση της ενορίας. Όπως γνωρίζουμε από τα κείμενα των παλαιών Σανταίων ιστορικών, πλην των τριών μεγαλύτερων και αρχαιότερων ενοριών (Πιστοφάντων, Ισχανάντων, Τερζάντων), όλες οι υπόλοιπες χτίστηκαν στα μέσα του 16ου αιώνα από φυγάδες άλλων περιοχών του Πόντου, που ζήτησαν ασφαλές καταφύγιο στην ορεινή Σαντά προκειμένου να αποφύγουν τις αυθαιρεσίες των φοβερών «τερέμπεηδων» που λυμαίνονταν την εποχή εκείνη το Μικρασιατικό χώρο. Σύμφωνα λοιπόν με τους «Γενεαλογικούς Πίνακες Σάντας» που συνέταξε στις αρχές του 20ου αιώνα ο παπά Ευστάθιος Γραμματικόπουλος, η ενορία Τσακαλάντων ιδρύθηκε γύρω στο 1550 από έναν Κρωμναίο φυγάδα και την οικογένειά του. Από τους τρείς γιούς αυτού του αρχικού οικιστή, τον παλαιστή «Ασλάν’», τον οπλοφόρο «Γιαταγαντζή» και τον καλλίφωνο «Ασιούχ Κέρογλου» προήλθαν οι τρεις παλαιότερες οικογένειες της ενορίας, οι Ασλανάντ’, οι Γιαταγαντζάντ’ και οι Κερογλάντ’, από τις οποίες προέκυψαν εν συνεχεία όλες οι υπόλοιπες. Σύμφωνα ωστόσο με άλλη θεωρία η ενορία Τσακαλάντων ιδρύθηκε από κατοίκους της ενορία Πιστοφάντων, γεγονός που εξηγεί και τις στενές σχέσεις που υπήρχαν πάντοτε ανάμεσα στις δύο ενορίες.
Σύμφωνα με την «Ιστορία και Στατιστική Σάντας» του καθηγητή του Φροντιστηρίου Τραπεζούντος Φίλιππου Απ. Χειμωνίδη το 1828 μια ομάδα Σανταίων με επικεφαλής τον Χαράλαμπο Γιαταγαντζή από την ενορία Τσακαλάντων έφυγαν από τη Σαντά και ίδρυσαν στην περιφέρεια του Παϊπούρτ το χωριό Χάρ Οτή, απ’ το οποίο έφυγαν εξήντα χρόνια αργότερα για να μεταναστεύσουν στο Καρς. Τότε εγκατέλειψαν οριστικά τη Σαντά οι Γιαταγαντζάντ’, κάποιοι από τους Πασσαλάντας κ.α.[1] Σαφώς μικρότερης έκτασης ήταν οι επόμενες δύο μεταναστεύσεις κατοίκων του χωριού προς το Καρς, μια γύρω στο 1880 (Ασλανάντ’) και μία γύρω στο 1900 ή και αργότερα (Τουϊσουζάντ’, Ασλανάντ’).
Εκείνο που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι ότι όταν μετά το 1880 άνοιξε ο δρόμος για τη μαζική μετανάστευση των Σανταίων προς τον Καύκασο, οι κάτοικοι της ενορίας Τσακαλάντων έμειναν μάλλον απαθείς. Έτσι, όχι μόνο δε συγκρότησαν καμία ξεχωριστή αποικία στις περιοχές του Βατούμ ή του Σοχούμ, όπως έκαναν οι κάτοικοι των άλλων ενοριών, αλλά ούτε καν συμμετείχαν στο έντονο μεταναστευτικό ρεύμα που σημειώθηκε την εποχή αυτή μεταξύ των Σανταίων. Έτσι στις μεγάλες Σανταίικες αποικίες που ιδρύονται την περίοδο αυτή στον Καύκασο (Τάκοβα, Άσκοβα, Κούρικα, Κούμα κ.α.) δε βρίσκουμε καμία οικογένεια από την ενορία Τσακαλάντων, εκτός από δυο-τρεις οικογένειες (Κερογλάντ’, Βινιτσιάντ’), που εγκαταστάθηκαν το 1880 στο Αχαλσιόν του Βατούμ.
Το ίδιο συμβαίνει και με τη Γεμουρά. Ενώ δηλαδή μετά το 1880 οι Σανταίοι αρχίζουν να αξιοποιούν τα χρήματα που απέκτησαν δουλεύοντας στη Ρωσία αγοράζοντας εύφορα χωράφια στη Γεμουρά, η μόνη μαζική κάθοδος κατοίκων της ενορίας Τσακαλάντων προς τα παράλια σημειώνεται μόλις περί το 1900, όταν η μια από τις δύο μεγαλύτερες οικογένειες του χωριού, οι Κοτσάντ’, κατεβαίνουν στην Κούχλα (χωρίς ωστόσο να αποκοπούν από τη Σαντά, στην οποία παραμένουν πολιτογραφημένοι, διατηρούν την ακίνητη περιουσία τους και ανεβαίνουν ανελλιπώς τα καλοκαίρια)
Την ίδια περίοδο, γύρω στο 1900, οι «Τσακαλέτ’» αρχίζουν να μεταναστεύουν στον Καύκασο. Σε αντίθεση όμως με τους υπόλοιπους Σανταίους, οι οποίοι συγκρότησαν κατά τη δεκατία του 1880 αμιγείς αγροτικές αποικίες στα παράλια του Εύξεινου Πόντου, οι κάτοικοι της ενορίας Τσακαλάντων που μεταναστεύουν στον Καύκασο την περίοδο αυτή, κατευθύνονται βασικά στα μεγάλα αστικά κέντρα της κεντρικής Γεωργίας (Τυφλίδα, Κουταϊς) και δευτερευόντως στο Βατούμ. Εκεί εργάζονται ως χτίστες ή ασκούν αστικά επαγγέλματα, όπως φουρνάρηδες, παντοπώλες κ.α.
Το τελευταίο μεταναστευτικό ρεύμα που σημειώθηκε μεταξύ των κατοίκων της ενορίας Τσακαλάντων, ήταν αυτό προς την Αμερική. Πράγματι μετά το 1908 τουλάχιστον 10 άνδρες του χωριού (ποσοστό μεγαλύτερο από κάθε άλλη ενορία της Σαντάς) μετανάστευσαν στην Αμερική. Κάποιοι από αυτούς πέθαναν στην Αμερική πριν τη Μικρασιατική Καταστροφή, κάποιοι άλλοι δημιούργησαν οικογένειες και έμειναν για πάντα εκεί, και κάποιοι άλλοι (κυρίως οι μεγαλύτεροι σε ηλικία, που είχαν αφήσει πίσω τους οικογένειες) ήρθαν μετά το 1924 στην Ελλάδα και συνάντησαν τους δικούς τους, που είχαν έρθει ως πρόσφυγες.
Η εκκλησία του χωριού, η οποία σώζεται μέχρι σήμερα, αν και σε κακή κατάσταση, ήταν αφιερωμένη στη Ζωοδόχο Πηγή. Τελευταίος εφημέριος σε αυτήν διετέλεσε ο παπά Θεόδωρος Χωλίδης[2], ο οποίος είχε διαδεχθεί το θείο του παπά Τριαντάφυλλο, το λεγόμενο «Χατσήποπα». Ο παπά Τριαντάφυλλος Χωλίδης απολάμβανε του σεβασμού των κατοίκων της ενορίας του όχι μόνο λόγω του προσκυνήματος που έκανε κάποτε στους Άγιους Τόπους, αλλά και για τις πολλές αγαθοεργίες του. Όταν πέθανε, γύρω στα τέλη του 19ου αιώνα, οι συγχωριανοί του, οι οποίοι τον θεωρούσαν άγιο, φύλαξαν το σκήνωμα του εντός του Ι.Ν. Ζωοδόχου Πηγής. Σύμφωνα με μαρτυρία της εγγονής του Μαρίας Κωνσταντινίδου («Στυλάβας») μετά την ανταλλαγή το λείψανό του μεταφέρθηκε στην Ελλάδα από τον παπά Αναστάσιο Δρεπανίδη («Οράχ’»). Σύμφωνα με άλλη μαρτυρία τμήμα των λειψάνων του είχε μεταφερθεί πριν την ανταλλαγή στην Τυφλίδα της Γεωργίας, όπου ζούσαν κάποιοι από τους απογόνους του, και φυλλάσονταν στο μητροπολιτικό ναό της πόλης.
Πριν από λίγα χρόνια οι απόγονοι όσων από τους κατοίκους της ενορίας Τσακαλάντων επέζησαν της καταστροφής και ήρθαν στη Νέα Σάντα, έχτισαν στην είσοδο του χωριού γραφικό ναϊδριο και το αφιέρωσαν στη Ζωοδόχο Πηγή σε ανάμνηση της πατρίδας των γονέων τους.
Μέχρι τα τελευταία χρόνια πριν την ανταλλαγή η ενορία Τσακαλάντων δεν διέθετε δικό της σχολείο και οι λίγοι μαθητές της αναγκάζονταν να διανύουν καθημερινά αρκετή απόσταση με το πόδι προκειμένου να φοιτήσουν στο δημοτικό σχολείο της ενορίας Πιστοφάντων. Μόλις τη σχολική χρονιά 1913-1914 το χωριό απέκτησε ένα μονοτάξιο σχολείο, στο οποίο δίδαξε ο Ιωάννης Δρεπανίδης από την ενορία Πιστοφάντων. Τα δύσκολα χρόνια που μεσολάβησαν ανάμεσα στην κήρυξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (1914) και στην οριστική καταστροφή της Σαντάς (1921) τα σχολεία των διάφορων ενοριών μετατράπηκαν σε ιδιωτικά ή έκλεισαν εντελώς, πράγμα που πρέπει να συνέβη και με το μικρό δημοτικό σχολείο της ενορίας Τσακαλάντων.
Μεταξύ των επιστημόνων που ανέδειξε η ενορία τα τελευταία χρόνια πριν την ανταλλαγή περιλαμβάνονται οι Ηρακλής Αντωνιάδης (απόφοιτος της Φυσικομαθηματικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών), Χρήστος Αντωνιάδης (γιατρός), Πέτρος Χωλίδης (καθηγητής παιδαγωγικής στο Σοχούμ), και οι απόφοιτοι του Φροντιστηρίου Τραπεζούντας Ματθαίος Ασλανίδης, Παντελής Ασλανίδης, Χαράλαμπος Ασλανίδης, Αριστείδης Αντωνιάδης, Τριαντάφυλλος Κέρογλου και Δημήτριος Χωλίδης (οι τρεις τελευταίοι εργάστηκαν ως εκπαιδευτικοί και μετά την ανταλλαγή).
Λόγω του μικρού αριθμού των κατοίκων της σπανίως η ενορία Τσακαλάντων αποτελούσε ξεχωριστή κοινότητα με δικό της πρόεδρο («μουχτάρ’»). Τις περισσότερες φορές οι κάτοικοι της εκπροσωπούνταν από έναν κοινοτικό σύμβουλο («αζά»), ο οποίος συμμετείχε στη δημογεροντία της ενορίας Πιστοφάντων. Άλλωστε στα εσωτερικά πολιτικά ζητήματα της Σαντάς η ενορία ακολουθούσε σχεδόν πάντοτε την ενορία Πιστοφάντων, με την οποία αποτελούσε από φορολογικής άποψης ενότητα. Ένας από τους λίγους μουχτάρηδες της ενορίας Τσακαλάντων, το όνομα του οποίου σώθηκε μέχρι τις μέρες μας, ήταν ο Χαράλαμπος Ασλανίδης ή Λεοντίδης (ο επονομαζόμενος «Κιαγχιάς»), ο οποίος το 1898 συνυπέγραψε μαζί με άλλους κοινοτικούς παράγοντες της Σαντάς επιστολή προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ενορία Τσακαλάντων ήταν η μόνη η οποία κράτησε εξ αρχής αρνητική στάση απέναντι στο αντάρτικο της Σαντάς. Πράγματι, εκτός από το γεγονός ότι κανένας κάτοικός της δεν συμμετείχε στις αντάρτικες ομάδες που έδρασαν την περίοδο 1917-1923 στην περιοχή, πολλές φορές οι κάτοικοί της ήρθαν σε αντιδικία με τους αντάρτες με αφορμή την απόφαση των τελευταίων να επιβάλουν φορολογία στις σανταίικες οικογένειες που λάμβαναν εμβάσματα από το εξωτερικό.
Οι κάτοικοι της ενορίας Τσακαλάντων ανήκαν στις παρακάτω 9 οικογένειες-γενεές
Αντωνάντ’ (Αντωνιάδης)
Ασλανάντ’ (Ασλανίδης, Λεοντίδης)
Βινιτσιάντ’ (Βιονίδης, Βινιτσίδης, Βινίτσεφ)
Γιαταγαντζάντ’ [3]
Κερογλάντ’ (Τυφλόπουλος, Κερίδης, Τριανταφυλλίδης)
Κοτσάντ’ (Χωλίδης, Τοπαλίδης)
Μαραντάντ’ (Αμαραντίδης)
Πασσιαλάντ’ (Πασσαλίδης, Πιστοφίδης)
Σιαμανάντ’ [4]
Τουϊσουζάντ’ (Αμαλλίδης, Ακαλίδης, Τριανταφυλλίδης)
[1] Είναι συγκινητικό ότι οι απόγονοι αυτών των ανθρώπων (π.χ. οι Γιαταγαντζιδαίαι που εγκαταστάθηκαν στη Νότια της Αλμωπίας ή οι Πασσαλιδαίοι που εγκαταστάθηκαν στην Πεντάβρυσο της Πτολεμαΐδας) διατηρούν ακόμη και σήμερα, 180 χρόνια μετά την απομάκρυνση των προγόνων τους από τη Σαντά, ζεστή την ανάμνηση της σανταίικης καταγωγής τους, για την οποία αισθάνονται περήφανοι.
[2] Ο Ευγένιος Τσαντεκίδης αναφέρει εσφαλμένα ως τελευταίο εφημέριο του Ι.Ν. Ζωοδόχου Πηγής Τσακαλάντων κάποιον παπά Ιωάννη Χωλίδη, έναντι του ορθού παπά Θεόδωρος
[3] Η οικογένεια εγκατέλειψε τη Σαντά το 1828 (βλ. παραπάνω)
[4] Το οικογενειακό επώνυμο Σιαμανής μνημονεύεται από τον Στάθη Αθανασιάδη μεταξύ των οικογενειών της ενορίας Τσακαλάντων. Εφόσον όμως από καμία άλλη γραπτή πηγή, ούτε από καμία προφορική μαρτυρία, δεν προκύπτει ότι στην ενορία Τσακαλάντων ζούσαν πράγματι Σιαμανάντ’, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα είτε ότι η οικογένεια υπήρχε παλαιότερα αλλά εν συνεχεία εξέλιπε ή μετανάστευσε στη Ρωσία, είτε ότι το «Σιαμανής» είναι παρατσούκλι κάποιου, ο οποίος ανήκε σε μια από τις άλλες οικογένειες της ενορίας Τσακαλάντων και ο Γεροστάθης απλώς το αναφέρει, όπως κάνει και με άλλες ανάλογες περιπτώσεις, είτε τέλος, ότι αναγράφηκε από παραδρομή.
Στα κείμενα των Σανταίων ιστορικών της πρώτης γενιάς υπάρχει διχογνωμία γύρω από την προέλευση του ονόματος της ενορίας Τσακαλάντων. Έχουν διατυπωθεί δύο θεωρίες: σύμφωνα με την πρώτη η ενορία πήρε το όνομα της από τα πολλά τσακάλια που σύχναζαν στην περιοχή. Η θεωρία αυτή δε φαίνεται να ευσταθεί, εφ’ όσον το τσακάλι ως ζώο ήταν γνωστό στη Σαντά, αλλά ουδέποτε, τουλάχιστον κατά τα τελευταία χρόνια, είχε κάνει την εμφάνισή του στην περιοχή. Σύμφωνα με τη δεύτερη θεωρία το όνομα της ενορίας προήλθε από το οικογενειακό όνομα «Τσάχαλος», το οποίο ήταν μεν γνωστό στη Σαντά, όχι όμως και στη συγκεκριμένη ενορία. Επομένως ούτε κι αυτή η θεωρία φαίνεται πως ευσταθεί.
Πιο ξεκάθαρα είναι τα πράγματα γύρω την ίδρυση της ενορίας. Όπως γνωρίζουμε από τα κείμενα των παλαιών Σανταίων ιστορικών, πλην των τριών μεγαλύτερων και αρχαιότερων ενοριών (Πιστοφάντων, Ισχανάντων, Τερζάντων), όλες οι υπόλοιπες χτίστηκαν στα μέσα του 16ου αιώνα από φυγάδες άλλων περιοχών του Πόντου, που ζήτησαν ασφαλές καταφύγιο στην ορεινή Σαντά προκειμένου να αποφύγουν τις αυθαιρεσίες των φοβερών «τερέμπεηδων» που λυμαίνονταν την εποχή εκείνη το Μικρασιατικό χώρο. Σύμφωνα λοιπόν με τους «Γενεαλογικούς Πίνακες Σάντας» που συνέταξε στις αρχές του 20ου αιώνα ο παπά Ευστάθιος Γραμματικόπουλος, η ενορία Τσακαλάντων ιδρύθηκε γύρω στο 1550 από έναν Κρωμναίο φυγάδα και την οικογένειά του. Από τους τρείς γιούς αυτού του αρχικού οικιστή, τον παλαιστή «Ασλάν’», τον οπλοφόρο «Γιαταγαντζή» και τον καλλίφωνο «Ασιούχ Κέρογλου» προήλθαν οι τρεις παλαιότερες οικογένειες της ενορίας, οι Ασλανάντ’, οι Γιαταγαντζάντ’ και οι Κερογλάντ’, από τις οποίες προέκυψαν εν συνεχεία όλες οι υπόλοιπες. Σύμφωνα ωστόσο με άλλη θεωρία η ενορία Τσακαλάντων ιδρύθηκε από κατοίκους της ενορία Πιστοφάντων, γεγονός που εξηγεί και τις στενές σχέσεις που υπήρχαν πάντοτε ανάμεσα στις δύο ενορίες.
Σύμφωνα με την «Ιστορία και Στατιστική Σάντας» του καθηγητή του Φροντιστηρίου Τραπεζούντος Φίλιππου Απ. Χειμωνίδη το 1828 μια ομάδα Σανταίων με επικεφαλής τον Χαράλαμπο Γιαταγαντζή από την ενορία Τσακαλάντων έφυγαν από τη Σαντά και ίδρυσαν στην περιφέρεια του Παϊπούρτ το χωριό Χάρ Οτή, απ’ το οποίο έφυγαν εξήντα χρόνια αργότερα για να μεταναστεύσουν στο Καρς. Τότε εγκατέλειψαν οριστικά τη Σαντά οι Γιαταγαντζάντ’, κάποιοι από τους Πασσαλάντας κ.α.[1] Σαφώς μικρότερης έκτασης ήταν οι επόμενες δύο μεταναστεύσεις κατοίκων του χωριού προς το Καρς, μια γύρω στο 1880 (Ασλανάντ’) και μία γύρω στο 1900 ή και αργότερα (Τουϊσουζάντ’, Ασλανάντ’).
Εκείνο που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι ότι όταν μετά το 1880 άνοιξε ο δρόμος για τη μαζική μετανάστευση των Σανταίων προς τον Καύκασο, οι κάτοικοι της ενορίας Τσακαλάντων έμειναν μάλλον απαθείς. Έτσι, όχι μόνο δε συγκρότησαν καμία ξεχωριστή αποικία στις περιοχές του Βατούμ ή του Σοχούμ, όπως έκαναν οι κάτοικοι των άλλων ενοριών, αλλά ούτε καν συμμετείχαν στο έντονο μεταναστευτικό ρεύμα που σημειώθηκε την εποχή αυτή μεταξύ των Σανταίων. Έτσι στις μεγάλες Σανταίικες αποικίες που ιδρύονται την περίοδο αυτή στον Καύκασο (Τάκοβα, Άσκοβα, Κούρικα, Κούμα κ.α.) δε βρίσκουμε καμία οικογένεια από την ενορία Τσακαλάντων, εκτός από δυο-τρεις οικογένειες (Κερογλάντ’, Βινιτσιάντ’), που εγκαταστάθηκαν το 1880 στο Αχαλσιόν του Βατούμ.
Το ίδιο συμβαίνει και με τη Γεμουρά. Ενώ δηλαδή μετά το 1880 οι Σανταίοι αρχίζουν να αξιοποιούν τα χρήματα που απέκτησαν δουλεύοντας στη Ρωσία αγοράζοντας εύφορα χωράφια στη Γεμουρά, η μόνη μαζική κάθοδος κατοίκων της ενορίας Τσακαλάντων προς τα παράλια σημειώνεται μόλις περί το 1900, όταν η μια από τις δύο μεγαλύτερες οικογένειες του χωριού, οι Κοτσάντ’, κατεβαίνουν στην Κούχλα (χωρίς ωστόσο να αποκοπούν από τη Σαντά, στην οποία παραμένουν πολιτογραφημένοι, διατηρούν την ακίνητη περιουσία τους και ανεβαίνουν ανελλιπώς τα καλοκαίρια)
Την ίδια περίοδο, γύρω στο 1900, οι «Τσακαλέτ’» αρχίζουν να μεταναστεύουν στον Καύκασο. Σε αντίθεση όμως με τους υπόλοιπους Σανταίους, οι οποίοι συγκρότησαν κατά τη δεκατία του 1880 αμιγείς αγροτικές αποικίες στα παράλια του Εύξεινου Πόντου, οι κάτοικοι της ενορίας Τσακαλάντων που μεταναστεύουν στον Καύκασο την περίοδο αυτή, κατευθύνονται βασικά στα μεγάλα αστικά κέντρα της κεντρικής Γεωργίας (Τυφλίδα, Κουταϊς) και δευτερευόντως στο Βατούμ. Εκεί εργάζονται ως χτίστες ή ασκούν αστικά επαγγέλματα, όπως φουρνάρηδες, παντοπώλες κ.α.
Το τελευταίο μεταναστευτικό ρεύμα που σημειώθηκε μεταξύ των κατοίκων της ενορίας Τσακαλάντων, ήταν αυτό προς την Αμερική. Πράγματι μετά το 1908 τουλάχιστον 10 άνδρες του χωριού (ποσοστό μεγαλύτερο από κάθε άλλη ενορία της Σαντάς) μετανάστευσαν στην Αμερική. Κάποιοι από αυτούς πέθαναν στην Αμερική πριν τη Μικρασιατική Καταστροφή, κάποιοι άλλοι δημιούργησαν οικογένειες και έμειναν για πάντα εκεί, και κάποιοι άλλοι (κυρίως οι μεγαλύτεροι σε ηλικία, που είχαν αφήσει πίσω τους οικογένειες) ήρθαν μετά το 1924 στην Ελλάδα και συνάντησαν τους δικούς τους, που είχαν έρθει ως πρόσφυγες.
Η εκκλησία του χωριού, η οποία σώζεται μέχρι σήμερα, αν και σε κακή κατάσταση, ήταν αφιερωμένη στη Ζωοδόχο Πηγή. Τελευταίος εφημέριος σε αυτήν διετέλεσε ο παπά Θεόδωρος Χωλίδης[2], ο οποίος είχε διαδεχθεί το θείο του παπά Τριαντάφυλλο, το λεγόμενο «Χατσήποπα». Ο παπά Τριαντάφυλλος Χωλίδης απολάμβανε του σεβασμού των κατοίκων της ενορίας του όχι μόνο λόγω του προσκυνήματος που έκανε κάποτε στους Άγιους Τόπους, αλλά και για τις πολλές αγαθοεργίες του. Όταν πέθανε, γύρω στα τέλη του 19ου αιώνα, οι συγχωριανοί του, οι οποίοι τον θεωρούσαν άγιο, φύλαξαν το σκήνωμα του εντός του Ι.Ν. Ζωοδόχου Πηγής. Σύμφωνα με μαρτυρία της εγγονής του Μαρίας Κωνσταντινίδου («Στυλάβας») μετά την ανταλλαγή το λείψανό του μεταφέρθηκε στην Ελλάδα από τον παπά Αναστάσιο Δρεπανίδη («Οράχ’»). Σύμφωνα με άλλη μαρτυρία τμήμα των λειψάνων του είχε μεταφερθεί πριν την ανταλλαγή στην Τυφλίδα της Γεωργίας, όπου ζούσαν κάποιοι από τους απογόνους του, και φυλλάσονταν στο μητροπολιτικό ναό της πόλης.
Πριν από λίγα χρόνια οι απόγονοι όσων από τους κατοίκους της ενορίας Τσακαλάντων επέζησαν της καταστροφής και ήρθαν στη Νέα Σάντα, έχτισαν στην είσοδο του χωριού γραφικό ναϊδριο και το αφιέρωσαν στη Ζωοδόχο Πηγή σε ανάμνηση της πατρίδας των γονέων τους.
Μέχρι τα τελευταία χρόνια πριν την ανταλλαγή η ενορία Τσακαλάντων δεν διέθετε δικό της σχολείο και οι λίγοι μαθητές της αναγκάζονταν να διανύουν καθημερινά αρκετή απόσταση με το πόδι προκειμένου να φοιτήσουν στο δημοτικό σχολείο της ενορίας Πιστοφάντων. Μόλις τη σχολική χρονιά 1913-1914 το χωριό απέκτησε ένα μονοτάξιο σχολείο, στο οποίο δίδαξε ο Ιωάννης Δρεπανίδης από την ενορία Πιστοφάντων. Τα δύσκολα χρόνια που μεσολάβησαν ανάμεσα στην κήρυξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (1914) και στην οριστική καταστροφή της Σαντάς (1921) τα σχολεία των διάφορων ενοριών μετατράπηκαν σε ιδιωτικά ή έκλεισαν εντελώς, πράγμα που πρέπει να συνέβη και με το μικρό δημοτικό σχολείο της ενορίας Τσακαλάντων.
Μεταξύ των επιστημόνων που ανέδειξε η ενορία τα τελευταία χρόνια πριν την ανταλλαγή περιλαμβάνονται οι Ηρακλής Αντωνιάδης (απόφοιτος της Φυσικομαθηματικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών), Χρήστος Αντωνιάδης (γιατρός), Πέτρος Χωλίδης (καθηγητής παιδαγωγικής στο Σοχούμ), και οι απόφοιτοι του Φροντιστηρίου Τραπεζούντας Ματθαίος Ασλανίδης, Παντελής Ασλανίδης, Χαράλαμπος Ασλανίδης, Αριστείδης Αντωνιάδης, Τριαντάφυλλος Κέρογλου και Δημήτριος Χωλίδης (οι τρεις τελευταίοι εργάστηκαν ως εκπαιδευτικοί και μετά την ανταλλαγή).
Λόγω του μικρού αριθμού των κατοίκων της σπανίως η ενορία Τσακαλάντων αποτελούσε ξεχωριστή κοινότητα με δικό της πρόεδρο («μουχτάρ’»). Τις περισσότερες φορές οι κάτοικοι της εκπροσωπούνταν από έναν κοινοτικό σύμβουλο («αζά»), ο οποίος συμμετείχε στη δημογεροντία της ενορίας Πιστοφάντων. Άλλωστε στα εσωτερικά πολιτικά ζητήματα της Σαντάς η ενορία ακολουθούσε σχεδόν πάντοτε την ενορία Πιστοφάντων, με την οποία αποτελούσε από φορολογικής άποψης ενότητα. Ένας από τους λίγους μουχτάρηδες της ενορίας Τσακαλάντων, το όνομα του οποίου σώθηκε μέχρι τις μέρες μας, ήταν ο Χαράλαμπος Ασλανίδης ή Λεοντίδης (ο επονομαζόμενος «Κιαγχιάς»), ο οποίος το 1898 συνυπέγραψε μαζί με άλλους κοινοτικούς παράγοντες της Σαντάς επιστολή προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ενορία Τσακαλάντων ήταν η μόνη η οποία κράτησε εξ αρχής αρνητική στάση απέναντι στο αντάρτικο της Σαντάς. Πράγματι, εκτός από το γεγονός ότι κανένας κάτοικός της δεν συμμετείχε στις αντάρτικες ομάδες που έδρασαν την περίοδο 1917-1923 στην περιοχή, πολλές φορές οι κάτοικοί της ήρθαν σε αντιδικία με τους αντάρτες με αφορμή την απόφαση των τελευταίων να επιβάλουν φορολογία στις σανταίικες οικογένειες που λάμβαναν εμβάσματα από το εξωτερικό.
Οι κάτοικοι της ενορίας Τσακαλάντων ανήκαν στις παρακάτω 9 οικογένειες-γενεές
Αντωνάντ’ (Αντωνιάδης)
Ασλανάντ’ (Ασλανίδης, Λεοντίδης)
Βινιτσιάντ’ (Βιονίδης, Βινιτσίδης, Βινίτσεφ)
Γιαταγαντζάντ’ [3]
Κερογλάντ’ (Τυφλόπουλος, Κερίδης, Τριανταφυλλίδης)
Κοτσάντ’ (Χωλίδης, Τοπαλίδης)
Μαραντάντ’ (Αμαραντίδης)
Πασσιαλάντ’ (Πασσαλίδης, Πιστοφίδης)
Σιαμανάντ’ [4]
Τουϊσουζάντ’ (Αμαλλίδης, Ακαλίδης, Τριανταφυλλίδης)
[1] Είναι συγκινητικό ότι οι απόγονοι αυτών των ανθρώπων (π.χ. οι Γιαταγαντζιδαίαι που εγκαταστάθηκαν στη Νότια της Αλμωπίας ή οι Πασσαλιδαίοι που εγκαταστάθηκαν στην Πεντάβρυσο της Πτολεμαΐδας) διατηρούν ακόμη και σήμερα, 180 χρόνια μετά την απομάκρυνση των προγόνων τους από τη Σαντά, ζεστή την ανάμνηση της σανταίικης καταγωγής τους, για την οποία αισθάνονται περήφανοι.
[2] Ο Ευγένιος Τσαντεκίδης αναφέρει εσφαλμένα ως τελευταίο εφημέριο του Ι.Ν. Ζωοδόχου Πηγής Τσακαλάντων κάποιον παπά Ιωάννη Χωλίδη, έναντι του ορθού παπά Θεόδωρος
[3] Η οικογένεια εγκατέλειψε τη Σαντά το 1828 (βλ. παραπάνω)
[4] Το οικογενειακό επώνυμο Σιαμανής μνημονεύεται από τον Στάθη Αθανασιάδη μεταξύ των οικογενειών της ενορίας Τσακαλάντων. Εφόσον όμως από καμία άλλη γραπτή πηγή, ούτε από καμία προφορική μαρτυρία, δεν προκύπτει ότι στην ενορία Τσακαλάντων ζούσαν πράγματι Σιαμανάντ’, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα είτε ότι η οικογένεια υπήρχε παλαιότερα αλλά εν συνεχεία εξέλιπε ή μετανάστευσε στη Ρωσία, είτε ότι το «Σιαμανής» είναι παρατσούκλι κάποιου, ο οποίος ανήκε σε μια από τις άλλες οικογένειες της ενορίας Τσακαλάντων και ο Γεροστάθης απλώς το αναφέρει, όπως κάνει και με άλλες ανάλογες περιπτώσεις, είτε τέλος, ότι αναγράφηκε από παραδρομή.
Εισαγωγή
Το blog που βλέπετε, αποτελεί μέρος μια ευρύτερης προσπάθειας που ξεκίνησε εδώ και τρία χρόνια με στόχο τη συγκέντρωση κάθε δυνατής πληροφορίας για την τύχη των τελευταίων κατοίκων της ηρωικής επτάκωμης Σάντας του Πόντου (ή κατ' άλλους Σαντάς).
Στις σελίδες του θα φιλοξενούνται κατά καιρούς ιστορικά σημειώματα για τα επτά χωριά της Σάντας, τη ζωή των κατοίκων τους, τα αλλεπάλληλα μεταναστευτικά κύματα των κατοίκων της περιοχής προς τη γειτονική Ρωσία, το επτάχρονο αντάρτικο τους ενάντια στους Τούρκους πλιατσικολόγους, τα δραματικά γεγονότα που σφράγισαν την καταστροφή της, αλλά και την εγκατάσταση των Σανταίων προσφύγων του 1924 στην Ελλάδα. Επίσης σκοπεύουμε να αναρτήσουμε ιστορικά σημειώματα και γενεαλογικά δέντρα για κάθε μία από τις 200 περίπου οικογένειες (γεννεές) στις οποίες ανήκαν οι περίπου 5.000 κάτοικοι των επτά χωριών της Σάντας. Η μεγαλύτερη ικανοποίηση των δημιουργών αυτού του blog θα είναι να λάβουμε απαντήσεις από συμπατριώτες μας που έχουν να προσθέσουν κάποιες -άγνωστες ίσως σε εμάς- ψηφίδες της οικογενειακής τους ιστορίας.
Στις σελίδες του θα φιλοξενούνται κατά καιρούς ιστορικά σημειώματα για τα επτά χωριά της Σάντας, τη ζωή των κατοίκων τους, τα αλλεπάλληλα μεταναστευτικά κύματα των κατοίκων της περιοχής προς τη γειτονική Ρωσία, το επτάχρονο αντάρτικο τους ενάντια στους Τούρκους πλιατσικολόγους, τα δραματικά γεγονότα που σφράγισαν την καταστροφή της, αλλά και την εγκατάσταση των Σανταίων προσφύγων του 1924 στην Ελλάδα. Επίσης σκοπεύουμε να αναρτήσουμε ιστορικά σημειώματα και γενεαλογικά δέντρα για κάθε μία από τις 200 περίπου οικογένειες (γεννεές) στις οποίες ανήκαν οι περίπου 5.000 κάτοικοι των επτά χωριών της Σάντας. Η μεγαλύτερη ικανοποίηση των δημιουργών αυτού του blog θα είναι να λάβουμε απαντήσεις από συμπατριώτες μας που έχουν να προσθέσουν κάποιες -άγνωστες ίσως σε εμάς- ψηφίδες της οικογενειακής τους ιστορίας.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)